ακόρητος

ακόρητος
(I)
ἀκόρητος, -ον (Α) [κορέννυμι]
1. ο ακόρεστος
«Ἄρης ἀκόρητος αὐτῆς» (Ησίοδος)
2. ασκούπιστος, ακαλλώπιστος.
————————
(II)
ἀκόρητος, -ον (Α) [κόρις]
αυτός που δεν τόν ενόχλησαν οι κοριοί.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἀκόρητος — insatiate masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκορήτω — ἀκόρητος insatiate masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἀκόρητος insatiate masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκορήτως — ἀκόρητος insatiate adverbial ἀκόρητος insatiate masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκόρητον — ἀκόρητος insatiate masc/fem acc sg ἀκόρητος insatiate neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκορήτου — ἀκόρητος insatiate masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκορήτους — ἀκόρητος insatiate masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκορήτῳ — ἀκόρητος insatiate masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκόρητα — ἀκόρητος insatiate neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκόρητε — ἀκόρητος insatiate masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκόρητοι — ἀκόρητος insatiate masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”